- συμμαζώνω
- και συμμαζώχνω Ν [μαζώνω](δ. τ.) συμμαζεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμμαζώνω — βλ. συμμαζεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμμαζεύω — και συμμαζώνω συμμάζεψα και ωξα, συμμαζεύτηκα και ώχτηκα, συμμαζεμένος και ωμένος 1. περισυλλέγω: Η κλώσα συμμαζεύει τα πουλάκια της. – Είναι καιρός να συμμαζέψω τα βιβλία που δάνεισα. 2. τακτοποιώ: Συμμάζεψε λίγο το σπίτι να μη μας βρουν σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)